πασιμέλων

πασιμέλων
πασιμέλων
a care
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πασιμέλων — ούσα, ον, Α αυτός που έχει την φροντίδα ή το ενδιαφέρον όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + μέλων, μτχ. τού μέλω «φροντίζω, ενδιαφέρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πασιμέλουσα — πᾱσιμέλουσα , πασιμέλουσα fem nom/voc sg πασιμέλων a care fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιμέλουσαν — πᾱσιμέλουσαν , πασιμέλουσα fem acc sg πασιμέλων a care fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”